- αρτίπους
- ἀρτίπους (-οδος), ο, η (Α)1. αυτός που είναι υγιής στα πόδια2. ο ισχυρός ή ο γρήγορος στα πόδια3. αυτός που έρχεται σε κατάλληλη ώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτίπους — sound of foot masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδα — ἀρτίπους sound of foot neut nom/voc/acc pl ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπόδεσσι — ἀρτίπους sound of foot masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδας — ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδες — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίποδος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίπος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτίπουν — ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργίπους — ἀργίπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek